- πυρηνάδες
- πῡρηνάδες, αἱ,A knob-turners, guild at Ephesus, Ephes.2.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρηνάδες — αἱ, Α ονομασία επαγγελματικής συντεχνίας, πιθανώς τορνευτών, στην Έφεσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρήν, ῆνος + επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek